κακουχία

κακουχία
η (чаще πλ. ), невзгоды, страдания, бедствия; нужда;

γέρασε απ' τίς κακουχίες — состариться (раньше времени) от страданий, бедствий


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κακουχία" в других словарях:

  • κακουχία — κακουχίᾱ , κακουχία maltreatment fem nom/voc/acc dual κακουχίᾱ , κακουχία maltreatment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχίᾳ — κακουχίαι , κακουχία maltreatment fem nom/voc pl κακουχίᾱͅ , κακουχία maltreatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχία — ἡ (AM κακουχία) [κακουχώς] 1. κακοπάθεια, ταλαιπωρία 2. κακομεταχείριση («κακουχίας μεταίτιοι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σωματική κακοποίηση («πέθανε από τις κακουχίες») 2. πληθ. οι κακουχίες τα δεινοπαθήματα μσν. αρχ. κακοτυχία, δυστυχία αρχ. κακή… …   Dictionary of Greek

  • κακουχία — η κακοπάθεια: Στον πόλεμο πέθαναν πολλοί από τις κακουχίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακουχίας — κακουχίᾱς , κακουχία maltreatment fem acc pl κακουχίᾱς , κακουχία maltreatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχίαι — κακουχία maltreatment fem nom/voc pl κακουχίᾱͅ , κακουχία maltreatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχίαν — κακουχίᾱν , κακουχία maltreatment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχιῶν — κακουχία maltreatment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχίαις — κακουχία maltreatment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωλοδάρσιμο — το κακουχία, δεινοπάθηση …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»